- συμπεριτειχίζω
- Α [περιτειχίζω]περιτειχίζω μαζί με άλλους, βοηθώ στον περιτειχισμό («ἐκεῑνον μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὴν... Νῆσον συνεσταλμένον αὐτὰς συνεπολιόρκει καὶ συμπεριετείχιζε», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.